„εφαρμόσιμος“ εφαρμόσιμος [efarˈmosimos], εφαρμόσιμη, εφαρμόσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anwendbar, durchführbar anwendbar, durchführbar εφαρμόσιμος εφαρμόσιμος