„εφαπτομένη“: θηλυκό εφαπτομένη [efaptoˈmeni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tangente Tangenteθηλυκό | Femininum, weiblich f εφαπτομένη μαθηματικά | Mathematikμαθ εφαπτομένη μαθηματικά | Mathematikμαθ