„ευφλογιστία“: θηλυκό ευφλογιστία [eflojisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Entflammbarkeit Entflammbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ευφλογιστία ευφλογιστία