ευστροφία
[efstroˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wendigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευστροφίαευστροφία
examples
- ευστροφία πνεύματοςGeniestreichαρσενικό | Maskulinum, männlich m