„ευστοχία“: θηλυκό ευστοχία [efstoˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Treffsicherheit Treffsicherheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ευστοχία ευστοχία