„ευσπλαχνικός“ ευσπλαχνικός [efsplaxniˈkos], ευσπλαχνική, ευσπλαχνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) barmherzig barmherzig ευσπλαχνικός ευσπλαχνικός