„ευρετήριο“: ουδέτερο ευρετήριο [evreˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Register, Index Registerουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευρετήριο Indexαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευρετήριο ευρετήριο examples ευρετήριο συγγραφέων Autorenregisterουδέτερο | Neutrum, sächlich n ευρετήριο συγγραφέων