„Ευρατόμ“: θηλυκό Ευρατόμ [evraˈtom]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Euratom Euratomθηλυκό | Femininum, weiblich f Ευρατόμ Ευρατόμ