„ευπρόσβλητος“ ευπρόσβλητος [efˈprozvlitos], ευπρόσβλητη, ευπρόσβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leicht verletzbar leicht verletzbar ευπρόσβλητος ευπρόσβλητος