ευπροσάρμοστος
[efproˈsarmostos], ευπροσάρμοστη, ευπροσάρμοστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wandlungsfähigευπροσάρμοστοςευπροσάρμοστος
Thank you for your feedback!