„ευπρέπεια“: θηλυκό ευπρέπεια [efˈprepia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anstand Anstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευπρέπεια ευπρέπεια