„ευπιστία“: θηλυκό ευπιστία [efpisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Leichtgläubigkeit Leichtgläubigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ευπιστία ευπιστία