„ευνόητος“ ευνόητος [evˈnoitos], ευνόητη, ευνόητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verständlich, einleuchtend verständlich, einleuchtend ευνόητος ευνόητος