„ευνοούμενος“: επίθετο, ως επίθετο ευνοούμενος [evnoˈumenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ευνοούμενη, ευνοούμενο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bevorzugt, begünstigt bevorzugt, begünstigt ευνοούμενος ευνοούμενος „ευνοούμενος“: αρσενικό ευνοούμενος [evnoˈumenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Günstling Günstlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευνοούμενος ευνοούμενος