ευμετάβλητος
[evmeˈtavlitos], ευμετάβλητη, ευμετάβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- veränderlich, unbeständigευμετάβλητοςευμετάβλητος
Thank you for your feedback!