ευλύγιστος
[evˈlijistos], ευλύγιστη, ευλύγιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- biegsamευλύγιστοςευλύγιστος
- gelenkigευλύγιστος άνθρωποςευλύγιστος άνθρωπος
- geschmeidigευλύγιστος μυςευλύγιστος μυς