„ευλογώ“: μεταβατικό ρήμα ευλογώ [evloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) segnen, preisen segnen ευλογώ δίνω την ευχή μου ευλογώ δίνω την ευχή μου preisen ευλογώ υμνώ, δοξάζω ευλογώ υμνώ, δοξάζω