„ευκολότριφτος“ ευκολότριφτος [efkoˈlotriftos], ευκολότριφτη, ευκολότριφτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bröckelig bröckelig ευκολότριφτος ευκολότριφτος