„ευκάλυπτος“: αρσενικό ευκάλυπτος [efˈkaliptos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eukalyptus Eukalyptusαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευκάλυπτος ευκάλυπτος