ευεργεσία
[everjeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wohltätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευεργεσία αγαθοεργίαευεργεσία αγαθοεργία
- Wohltatθηλυκό | Femininum, weiblich fευεργεσία που κάνει καλόευεργεσία που κάνει καλό