„ευεπηρέαστος“ ευεπηρέαστος [evepiˈreastos], ευεπηρέαστη, ευεπηρέαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beeinflussbar beeinflussbar ευεπηρέαστος ευεπηρέαστος