ευεξία
[eveˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wohlbefindenουδέτερο | Neutrum, sächlich nευεξία σωματικήευεξία σωματική
- Wohlstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mευεξία οικονομικήευεξία οικονομική