ευδοκιμώ
[evðokjiˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gedeihenευδοκιμώευδοκιμώ
- sich auszeichnenευδοκιμώ διακρίνομαιευδοκιμώ διακρίνομαι