„ευδιαθεσία“: θηλυκό ευδιαθεσία [evðiaθeˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gute Laune gute Launeθηλυκό | Femininum, weiblich f ευδιαθεσία ευδιαθεσία