ευγένεια
[evˈjenia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Höflichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευγένειαευγένεια
- Freundlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευγένεια προθυμίαευγένεια προθυμία
examples
- από ευγένειαhöflichkeitshalber, aus Höflichkeit