ευαισθησία
[evesθiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Empfindlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fευαισθησία ευπάθειαευαισθησία ευπάθεια
- Sensibilitätθηλυκό | Femininum, weiblich fευαισθησία λεπτότητα αισθημάτωνFeingefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nευαισθησία λεπτότητα αισθημάτωνευαισθησία λεπτότητα αισθημάτων