„ετυμολογικός“ ετυμολογικός [etimolojiˈkos], ετυμολογική, ετυμολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) etymologisch etymologisch ετυμολογικός ετυμολογικός