ετεροθαλής
[eteroθaˈlis], ετεροθαλής, ετεροθαλέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ετεροθαλή αδέρφιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHalbgeschwisterπληθυντικός | Plural pl
- ετεροθαλής αδελφήθηλυκό | Femininum, weiblich fStiefschwesterθηλυκό | Femininum, weiblich fHalbschwesterθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ετεροθαλής αδελφόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mStiefbruderαρσενικό | Maskulinum, männlich mHalbbruderαρσενικό | Maskulinum, männlich m