„εταίρα“: θηλυκό εταίρα [eˈtera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hetäre Hetäreθηλυκό | Femininum, weiblich f εταίρα ιστορία | Geschichteιστ εταίρα ιστορία | Geschichteιστ