ετήσιος
[eˈtisios], ετήσια, ετήσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (all)jährlich, Jahres-ετήσιοςετήσιος
examples
- ετήσια εξίσωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f του φόρου μισθωτών υπηρεσιώνLohnsteuerjahresausgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ετήσια έσοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl