„εσωτερισμός“: αρσενικό εσωτερισμός [esoterizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Esoterik Esoterikθηλυκό | Femininum, weiblich f εσωτερισμός εσωτερισμός