„εσωστρεφής“ εσωστρεφής [esostreˈfis], εσωστρεφής, εσωστρεφέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) introvertiert introvertiert εσωστρεφής εσωστρεφής