„εστιάτορας“: αρσενικό και θηλυκό εστιάτορας [estiˈatoras]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gastronom, Gastwirt Gastronomαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εστιάτορας Gastwirtαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f εστιάτορας εστιάτορας