εσπεριδοειδή
[esperiðoiˈði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zitrusfrüchteπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplεσπεριδοειδήεσπεριδοειδή
Thank you for your feedback!