„Εσθονός“: αρσενικό Εσθονός [esθoˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Este, Estländer Esteαρσενικό | Maskulinum, männlich m Εσθονός Estländerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Εσθονός Εσθονός