„ερωτοδουλειά“: θηλυκό ερωτοδουλειά [erotoðuˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Liebschaft Liebschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f ερωτοδουλειά ερωτοδουλειά