„ερυθρελάτη“: θηλυκό ερυθρελάτη [eriθreˈlati]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blautanne Blautanneθηλυκό | Femininum, weiblich f ερυθρελάτη ερυθρελάτη