„ερμελίνη“: θηλυκό ερμελίνη [ermeˈlini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hermelinpelz Hermelinpelzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ερμελίνη ερμελίνη