„ερμαφρόδιτος“: αρσενικό ερμαφρόδιτος [ermaˈfroðitos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hermaphrodit Hermaphroditαρσενικό | Maskulinum, männlich m ερμαφρόδιτος ερμαφρόδιτος