„ερημώνω“: μεταβατικό ρήμα ερημώνω [eriˈmono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verwüsten verwüsten ερημώνω ρημάζω ερημώνω ρημάζω „ερημώνω“: αμετάβατο ρήμα ερημώνω [eriˈmono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) menschenleer werden menschenleer werden ερημώνω αδειάζω ερημώνω αδειάζω