ερημίτης
[eriˈmitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einsiedlerαρσενικό | Maskulinum, männlich mερημίτηςEremitαρσενικό | Maskulinum, männlich mερημίτηςερημίτης