„ερεθίζω“: μεταβατικό ρήμα ερεθίζω [ereˈθizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) reizen, erregen, antörnen, aufregen, erregen, aufreizen reizen ερεθίζω γεν ερεθίζω γεν erregen ερεθίζω θυμώνω ερεθίζω θυμώνω antörnen ερεθίζω οικείο | umgangssprachlichοικ ερεθίζω οικείο | umgangssprachlichοικ aufregen ερεθίζω νευριάζω ερεθίζω νευριάζω erregen, aufreizen ερεθίζω σεξουαλικά ερεθίζω σεξουαλικά