„εργοθεραπεία“: θηλυκό εργοθεραπεία [erɣoθeraˈpia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ergotherapie Ergotherapieθηλυκό | Femininum, weiblich f εργοθεραπεία εργοθεραπεία