„εργατικότητα“: θηλυκό εργατικότητα [erɣatiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fleiß Fleißαρσενικό | Maskulinum, männlich m εργατικότητα εργατικότητα