εραστής
[erasˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geliebteαρσενικό | Maskulinum, männlich mεραστήςεραστής
- Liebhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich mεραστής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεραστής μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ