επόπτης
[eˈpoptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufseherαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπόπτηςεπόπτης
examples
- επόπτης γραμμών αθλητισμός | SportαθλLinienrichterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επόπτης προστασίας δεδομένωνDatenschutzbeauftragterαρσενικό | Maskulinum, männlich m