„επουσιώδης“ επουσιώδης [epusiˈoðis], επουσιώδης, επουσιώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unwesentlich unwesentlich επουσιώδης επουσιώδης