„επιχειρηματολογώ“: αμετάβατο ρήμα επιχειρηματολογώ [epiçirimatoloˈɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) argumentieren argumentieren επιχειρηματολογώ επιχειρηματολογώ