επιφυλακτικός
[epifilaktiˈkos], επιφυλακτική, επιφυλακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückhaltend, reserviertεπιφυλακτικόςεπιφυλακτικός
Thank you for your feedback!