„επιφυλάσσω“: μεταβατικό ρήμα επιφυλάσσω [epifiˈlaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bereiten bereiten επιφυλάσσω έκπληξη επιφυλάσσω έκπληξη